- ἀμφοτέρους
- ἀμφότεροςeithermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμφοτέρους — Ἀμφότερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GENU — ex Graeco γόνυ, roboris sedes, Artemid. l. 1. c. 49. Τὰ γόνατα πρὸς τε ἰχὺν καὶ εὐανδρείαν ἐςτὶ ληπτέα καὶ πρὸς κινήσεις, καὶ πρὸς πράξεις κτλ. Quibus proin debilitatis, totum corpus imbecillum est. Plaut. Curcul. Act. 2. sc. 3. v. 30. Tenebrae… … Hofmann J. Lexicon universale
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… … Dictionary of Greek
ξενάλια — τὰ (Μ) φιλικά δώρα προς ξένους («δοὺς αὐτῷ καὶ πρὸς ἀμφότερους ξενάλια τὰ ἁρμόζοντα», Κ. Πορφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. άλιος (πρβλ. νηφ άλιος, φυτ άλιος)] … Dictionary of Greek